Γραμμένα στις δεκαετίες του ’30 και του ’40, τα ποιήματα αυτά συμπληρώνουν το σώμα και το πρόσωπο του Αντώνη Σαμαράκη, που επέζησε μέσα από όλους τους τρόμους, όλα τα πάθη και όλα τα εύθραυστα θαύματα.
Η μετατόπιση του Σαμαράκη από την ποίηση στην πεζογραφία ίσως φαίνεται ριζοσπαστική, αλλά μέσα από ρήξεις και ασυνέχειες συναρμολογείται υπογείως η ακεραιότητα, και μια ευάλωτη (όσο η σάρκα) συνέχεια του σώματος έργου.
Ο Σαμαράκης, ως έφηβος, και ως νέος άνδρας, στιχουργεί στα σκοτεινά (ο πόλεμος, η Κατοχή) και υποψιάζεται, όλο και πιο ευκρινώς, τον πεζογράφο εαυτό του, αυτόν που κυοφορείται στις διαδρομές των ανέμων, και τελετουργεί τα εμβληματικά θέματα και τις πιο προσωπικές αγωνίες του μέσα στην πύκνωση της ποιήσεως.