«Κυρία Ζέη, είστε σαν τη γαλάζια θάλασσα» της είπε μια φορά ένας μικρός μαθητής στη Χίο. Ο μαθητής μεγάλωσε, θα έγινε πατέρας, ίσως παππούς τώρα πια. Είμαι βέβαιη πως δεν την ξέχασε, πως έδωσε τα βιβλία της στα παιδιά του, τα ίδια βιβλία που θα διαβάσετε κι εσείς, αναγνώστες.
Δεν έχει σημασία που δεν τη γνωρίσατε προσωπικά όπως εκείνος.
Θα σας μιλήσει από τούτες τις σελίδες και θα ’ναι λίγο σαν να είσαστε μαζί γιατί θα σας πει ιστορίες, αυτές που έγραψε και άλλες που λίγοι άκουσαν.
Θα τη συναντήσετε πάντα με μάτια που έλαμπαν!
Τα μάτια της Άλκης Ζέη,
μάτια αεικίνητα σαν τη θάλασσα, άλλαξαν χρώματα και χρώματα,
άλλοτε φωτεινά ανοιχτογάλανα
άλλοτε ανταριασμένα, σκοτεινά και γκρίζα σαν τη χτυπούσαν τα κύματα.
Μάτια που φέγγουν κάθε που διαβάζουμε τις ιστορίες της.
Όταν έχουμε συντροφιά τον Πέτρο
της Κατοχής, το Καπλάνι της βιτρίνας του σαμιώτικου σπιτιού,
την Κωνσταντίνα απελευθερωμένη
από τις αράχνες της, τα κοριτσάκια
με τη Μωβ ομπρέλα, την Αλίκη
των Μαρμάρων, τον Παππού
που δεν έλεγε Ψέματα, τον Αννίβα,
τον Ματία που ήθελε να δώσει
την εξουσία στα παιδιά,
το Παιδί από το πουθενά.