Η περιήγηση ενός Αμερικανού φιλέλληνα στον κόσμο της Ελληνικής Επανάστασης του 1821 είναι η αφορμή για να ανασυσταθεί στα μάτια του αναγνώστη ο ελληνικός κόσμος του πρώιμου 19ου αιώνα, ο κόσμος του εμπορίου στα λιμάνια και στις ευρωπαϊκές παροικίες, ο κόσμος των γραμμάτων της Εσπερίας, η ελληνική φιλοκαλία και παράδοση, αλλά και ο βρόντος των όπλων του ξεσηκωμού.
Ο Γκάμπριελ Θάκερεϊ Λίντον, σπουδαστής της αρχαίας ελληνικής φιλολογίας, ύστερα από έναν πικρό και ατελέσφορο έρωτα αποφασίζει να περάσει τον ωκεανό συνεπαρμένος από το πνεύμα των ταξιδιών του Μπάιρον. Περνώντας από τα πιο βασικά μεσογειακά λιμάνια και καθώς αναζητά τους χάρτινους Έλληνες των βιβλίων του, η ρότα του ταξιδιού φέρνει τον νεαρό Αμερικανό στη Νάξο και από εκεί στη Θεσσαλονίκη την εποχή που η πόλη δοκιμάζεται σκληρά από έναν πολύμηνο κύκλο αίματος και τρομοκρατίας. Από εκεί μια καινούρια περιπλάνηση ξεκινά, στεριανή αυτήν τη φορά, στα λημέρια του Ολύμπου, στον Θεσσαλικό κάμπο, στον Ασπροπόταμο, στα αρματολίκια της Ρούμελης ως και στο έγκλειστο Μεσολόγγι. Περνούν έτσι πέντε χρόνια δράσης, στοχασμού αλλά και ενός τυραννικού έρωτα, που, εκτός από τη κύρια αφήγηση, περιγράφονται και μέσα από τις σελίδες ενός ημερολογίου, το οποίο και καταλήγει σημαντικό στα επόμενα χρόνια. Στις σελίδες του περνούν και καταγράφονται με το άρωμα του ρομαντισμού ο Μπάιρον, ο Ανώνυμος ο Έλληνας, συγγραφέας της Ελληνικής Νομαρχίας, γνωστοί αρματολοί, οι υπερασπιστές του Μεσολογγίου, πιο πολύ όμως καταγράφεται μια εσωτερική ζωή, ένας φιλοσοφικός σπαραγμός για την ανθρώπινη μοίρα και την αναζήτηση του Θεού.
Η «αηδονόπιτα» ήταν μια φράση των Ελλήνων εκείνης της εποχής που δήλωνε το ανέφικτο, το άπιαστο ιδανικό της ομορφιάς, τη ραχοκοκαλιά των ονείρων και τη σχέση τους με το αδύναμο του ανθρώπου. Το μυθιστόρημα χρησιμοποιεί αυτήν τη λέξη όχι ως χλεύη κατά του οράματος αλλά πιο πολύ ως υπόσχεση στην ανθρώπινη μοίρα πως δικαιούται ένα κομμάτι στην ελπίδα.